φοντανέλα

φοντανέλα
και φουντανέλα, η, Ν
μικρός πόρος που διανοίγεται για θεραπευτικούς σκοπούς στο σώμα τού ανθρώπου και από την οποία εκρέει πύον για μεγάλο χρονικό διάστημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. fontanella, υποκορ. τού fontana «πηγή, βρύση» < λατ. fons, fontis «πηγή»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μπαρόκ — Η λέξη μπαρόκ, ως όρος χαρακτηρισμού ενός ρυθμού, είχε αρχικά έννοια αρνητική και μειωτική. Μόνο κατά τα τελευταία χρόνια ο Ιταλός γλωσσολόγος Μπρούνο Μιλιορίνι και άλλοι Γάλλοι επιστήμονες κατόρθωσαν να εξακριβώσουν την αρχική έννοια του όρου.… …   Dictionary of Greek

  • φρεάτιο — το / φρεάτιον, ΝΜΑ, και δωρ. τ. φρήτιον Α [φρέαρ, ατος] υποκορ. μικρό πηγάδι, πηγαδάκι νεοελλ. 1. τεχνητή κάθετη δίοδος, όμοια με φρέαρ, που οδηγεί σε υπονόμους ή σε δίκτυο ύδρευσης ή υπόγειων ηλεκτρικών καλωδιώσεων, κν. φοντανέλα 2. ναυτ. α)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”