- φοντανέλα
- και φουντανέλα, η, Νμικρός πόρος που διανοίγεται για θεραπευτικούς σκοπούς στο σώμα τού ανθρώπου και από την οποία εκρέει πύον για μεγάλο χρονικό διάστημα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. fontanella, υποκορ. τού fontana «πηγή, βρύση» < λατ. fons, fontis «πηγή»].
Dictionary of Greek. 2013.